- φιληδώ
- -έω, Α [φιληδής]1. (με δοτ.) αναζητώ την ηδονή σε κάτι, τέρπομαι με κάτι («οὐ γὰρ φιληδῶ μάχαις», Αριστοφ.)2. φρ. «φιληδῶ τινι [ή πρὸς τινι]» — μού αρέσει πολύ να μένω σε έναν τόπο («πρὸς τοῑς μυροπωλείοις φιληδεῑ», Αλκίφρ.).
Dictionary of Greek. 2013.